Gaisford, Thomas, 1779-1855 (1823). Poetae minores graeci : praecipua lectionis varietate et indicibus locupletissim.

Run Info

Accuracy

Editing Progress

ΕΡ Ι ΚAΣ 256 ́́αα. Ii. PΡΙΟPMρ ολεῖν τὸ στρέφειν, κα ἄνα. ̔Ά.́́α .λκ ̔́ Ααλλεαάω αλεαλαε εάία ἱ ́ 2 ἄτα τ́ατ́να οαᾶάανε ε κπ Iidδ. ΓΝΝ Σ2ΠΙPΙΝ. Πυμνόν σε παρακελεύομαι ἐάᾳ. σπραν. κ́πῃ. Ibid. ΜoΝ ΔE BOΩΤIΝ. γοῦν βοηλατεῖν. Moscnor. 390. ΓOΝ Α ΑMEI ς ἄν πρόθυμος ἔκ1 ̀. περὶ τὸ ἔργονμὴ φορῶν τὸ ἱμάτιόν σου, ἴνα μὴ ἐμποδις ̔ 213 . αὐτοῦ. γε ¹ώρια πάντα θέλεις ἀπὸ τῆς γῆς κομίζεσθαι. ά̀πη ΑυΕΝ, σναθροίζεινη θερίζειν. Paocrus. Ibi. ΠΜΟΝ ΑΔ ΑΜυΣI. Τουτέστιν ἀμᾶν, ἀν- 2θ́ ́ εακά͂ τὶ τοῦ σὺν προθυμία σπεῖρε, καὶ βοηλάτει, καὶ θέριζε, ἐὰν 1s τπας μ̀ ἐθέλῃς κομίζεσθαι, ἀντὶ τοῦ συγκομίζειν, ἤγουν συνάγειν κααά αμ̀ 3 ὰ̀ ι τ́ rμ́ : ̓́̀ εγπκ 2r πα. Α;́σ. ̓, καὶ ἀποτιθέναι, πάντα τὰ ἔργα τῆς γῆς, τουτέστι τοὺς καρ- ποὺς, οὓς γῆ βλαστάνει καὶ ζωογονεῖ. Moscnor. 392. ΕΥ Χ2Ν στᾶ πρὸς τὸν ἀδελφὸν ἰδ́ως ἀπέστρεψεν, ἀπάγων αὐτόν τῆς ἀργίας *καὶ τοῦ πτωχεύειν, ἐστι πτώσσειν ἀλλοτρίους οἴκους καὶ γὰρ πτωχὸς εἴρηται παρὰ τὸ πτώσσειν καὶ)ὑποκατα- 9 πθι κόρη γεφύραν ὅσον οὔπω· τρι- πόλεον δέ. εξg. α. 2 1) Vox πτώσσειν minime stri- ci acipienda est, ut notant inter- φ, ε protes 3 in cua taio est elegus. : r κή | οsορb l. Besor. 3. b 2́ιαααεαλα. εαρλ́α uιid velit aut probare cunia, υslaιiοemπ vὸciε a pracsaιο- ri speci deumat ousdemgcneris; π ²ḱ. Α in conta, a dctcriori : loc ut probet, cadem voce titur qua hic uleus et Plesiod1s, τῷ πτωχεύειν: eiu9 opitum subodem nere . κ̀ e oret. Veta eius sunt: Κα] ἐάν τε κοσμεῖν βύλῃ, ἀπὸ τοῦβελ τίονος τῶν ἐν ταὐτῷ γένει φέρειν τήν μεταφορὰν. ἐάντε έγειν, άπ̀ ὧν ειρόνων· λέγω δʼ οῖον ἐπεί τὰ ἐναντία ἐν τγ͂ αὐτῷ γένει, τὸ φᾶσ- ι, τὸ μὲν πτωχεύοντα εὖχεσθαι, τωὸν δὲ εὐχόμενον πτωχέεῶ· ὄι ἄμφω αἀτήσεις, τὸ εἰρημένον ἐστι ποιεῖν. Cum igitur Hlesiodus Por. ae ob̀ oculos ponat, hominis qui ab allero pendet conitiοne, qantaque εuhsequatur miseria τὸ αἀεῖν, od roprium est τῶ ἐὴ αὐτουργούντων, maluit dicere πτώσσειν, am αἀτεῖν, quod est aas, nul ὗχεσθαι, qo est οp- poεits 3pecies. H1sιυs. est, εὖ́χεσθαι: gαμ est, αἰτεῖν, ry 2⁴ υ 1 . ι vυποαι ιeαι. τὸ ̔κ̓λλλλ́ιιιλ.α . . ] -- . 1 . ν 0.] --, ́